- πρεσβύωπας
- και πρεσβύωψ, ο, η, Ναυτός που πάσχει από πρεσβυωπία, σε αντιδιαστολή με τον μύωπα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. presbyope (< πρέσβυς + -ωψ βλ. λ. όπωπα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεσβύωπας — ο αυτός που πάσχει από πρεσβυωπία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσβυωπία — Η αδυναμία να διακρίνει κάποιος καλά τα κοντινά αντικείμενα. Οφείλεται στη μείωση της ικανότητας προσαρμογής του κρυσταλλοειδή φακού, η κυρτότητα του οποίου δεν αυξάνεται όταν το άτομο που πάσχει από π. παρατηρεί αντικείμενα που βρίσκονται κοντά… … Dictionary of Greek